ἀπωθήσεις

ἀπωθήσεις
ἀπώθησις
rejection
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀπώθησις
rejection
fem nom/acc pl (attic)
ἀπωθέω
thrust away
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀπωθέω
thrust away
fut ind act 2nd sg
ἀ̱πωθήσεις , ἀπωθέω
thrust away
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀπωθέω
thrust away
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀπωθέω
thrust away
fut ind act 2nd sg
ἀπωθέω
thrust away
futperf ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… …   Dictionary of Greek

  • Ευρυτανία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.045 τ. χλμ., 32.053 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τον νομό Καρδίτσης, στα Δ και στα Ν με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Α με τον νομό Φθιώτιδος. Αποκλειστικά ορεινός,… …   Dictionary of Greek

  • Καρνταρέλι, Αντόνιο — (Antonio Cardarelli, Ιζέρνια 1831 – Νάπολη 1926). Ιταλός παθολόγος. Διευθυντής της ιατρικής κλινικής του πανεπιστημίου της Νάπολης, αναγορεύθηκε γερουσιαστής το 1896. Ανάμεσα στα ιατρικά του συγγράμματα συγκαταλέγονται Τα ανευρύσματα τηςαορτής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”